Να πεθαίνει κάθε μέρα... κάθε στιγμή
Ο διαρκής ενεστώτας του Πολυτεχνείου
του Γιάννη Αλμπάνη (ΕΔΩ)
Παλιότερα, ένας δημοσιογράφος αναρωτιόταν σε κάποια επέτειο του Μάη γιατί το 1968 έμοιαζε τόσο κοντινό στον παρόντα χρόνο, εν αντιθέσει πχ με το 1972 ή το 1984 που φάνταζαν πολύ μακρινά, για την ακρίβεια χαμένα στη διαστρική τάφρο του απολεσθέντος χρόνου. Η αναρώτηση αυτή για το ’68 και το Μάη μού φαίνεται ότι πάει γάντι στο 1973 και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Γιατί λοιπόν το Πολυτεχνείο του ’73 μοιάζει τόσο σημερινό, τόσο πολύ βγαλμένο από την εποχή μας, εν αντιθέσει π.χ. με το 1993 που μοιάζει πολύ πιο παλιό; Γιατί 39 χρόνια τώρα (που δεν είναι και λίγα, όπως και να το κάνουμε…), κάθε χρόνο χιλιάδες διαφορετικοί νέοι και νέες κάθε φορά κατεβαίνουν στην πορεία και διαδηλώνουν για τα διαφορετικά ζητήματα των διαφορετικών εποχών, θεωρώντας όμως σταθερά ότι το Πολυτεχνείο είναι μια δικιά τους υπόθεση; Γιατί το Πολυτεχνείο εκτυλίσσεται σταθερά, 39 χρόνια τώρα, σε ένα διαρκή Ενεστώτα;Μια πρώτη εξήγηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στον ιδιότυπο γιορτασμό της επετείου. Παρά το ότι κάποια στιγμή το κράτος αναγνώρισε και ως ένα βαθμό υιοθέτησε την επέτειο, εξαρχής ο γιορτασμός του Πολυτεχνείου ήταν (και παρέμεινε έτσι) μια υπόθεση του Κινήματος, των φοιτητικών συλλόγων, της Αριστεράς, των αναρχικών. Ωστόσο, οι οργανωμένες δυνάμεις από μόνες τους δεν θα μπορούσαν ούτε να κρατήσουν τη ζωντάνια της κινητοποίησης κάθε χρόνο, ούτε να καθορίσουν τον τρόπο που βλέπουν το ’73 όσοι γεννήθηκαν πολύ αργότερα απ’ αυτό. Αναμφίβολα η συμβολή τους είναι μεγάλη, αλλά ο δεσμός του Πολυτεχνείο με την ελληνική κοινωνία (τουλάχιστον με το προοδευτικό κομμάτι της) είναι πολύ βαθύς, τόσο ώστε να μην μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την επίδραση του Κινήματος.
Νομίζω ότι η βασική εξήγηση για την εγγύτητα που νιώθουμε με το ’73 είναι ότι το Πολυτεχνείο αποτελεί μια εξέγερση που άλλαξε τα πράγματα, και τα άλλαξε πολύ. Για την ακρίβεια είναι η εξέγερση που εγκαινίασε την ιστορική περίοδο στην οποία ζούμε ακόμα –αν και όλα δείχνουν ότι η αυλαία της έχει αρχίσει να πέφτει… Είναι αλήθεια ότι το Πολυτεχνείο δεν γκρέμισε τη χούντα. Η χούντα γκρεμίστηκε από την εισβολή στην Κύπρο. Ωστόσο, οι εξεγερμένοι του ’73 γέννησαν μια ηγεμονική κοινωνική συνείδηση που κατέστησε αδύνατη την ελεγχόμενη από το στρατό μεταβίβαση της εξουσίας στους πολιτικούς –δηλαδή ό,τι έγινε αργότερα στη Χιλή και την Τουρκία. Ήταν αυτή ακριβώς η κοινωνική συνείδηση που μετέτρεψε τη γενική επιστράτευση του ’74 σε θανάσιμο κίνδυνο για το καθεστώς κι είχε σαν αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πτώσης των συνταγματαρχών. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν αυτή η γεννημένη στο Πολυτεχνείο κοινωνική συνείδηση που επέβαλε την τιμωρία των κεφαλών της χούντας, την εγκαθίδρυση για πρώτη φορά στην Ελληνική ιστορία μιας «φυσιολογικής» αστικής δημοκρατίας, τη διαμόρφωση ενός νέου κομματικού χάρτη, καθώς και την πρωτοφανή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων. Εν ολίγοις, το αίμα των παιδιών δεν πήγε χαμένο, το Πολυτεχνείο άλλαξε τα πράγματα.
Προφανώς δεν τα άλλαξε όσο θα έπρεπε, όσο θα μπορούσε, και (κυρίως) όσο ονειρεύονταν οι πιο ριζοσπάστες από τους δημιουργούς του. Ο πρωτόγνωρος αέρας χειραφέτησης που φύσηξε από την Πατησίων δεν βρήκε την αναγκαία ενίσχυση από την Αριστερά (η οποία παρέμεινε σταθερά πιστή στον Οκτώβρη ενώ η κοινωνία είχε μπει στη νέα εποχή του Νοέμβρη), κατεστάλη στη συνέχεια από τον 330 με τις 15.000 απολύσεις συνδικαλιστών και (κυρίως) από τη δολοφονική επίθεση στην πορεία το 1980, για να εγκλωβιστεί εν τέλει στην «εφικτή» λύση του ΠΑΣΟΚ. Κάπου εκεί ο άνεμος της χειραφέτησης έδωσε τη θέση του στην άπνοια της παραίτησης για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου η δημοκρατία που γεννήθηκε στη Μεταπολίτευση μοιάζει με μια σαπισμένη ολιγαρχία διάγουσα τις τελευταίες ημέρες της.
Όλα αυτά τα χρόνια, το Πολυτεχνείο παρέμεινε σταθερά παρόν. Γιατί το αποτύπωμα της συνείδησης που γέννησε το Πολυτεχνείο μπορούσε να ανιχνευτεί στον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής κοινωνίας, μέχρι και την άφιξη της τρόικας. Έναν τρόπο λειτουργίας ο οποίος λάμβανε πάντοτε υπόψη ως ένα βαθμό (ή τουλάχιστον διατεινόταν ότι το έκανε) τις ανάγκες «των από κάτω». Το φάντασμα της «μεταπολίτευσης» που διαρκώς ξορκίζουν οι μνημονιακοί, δεν είναι παρά η παραδοχή που έκανε η άρχουσα τάξη μετά το Πολυτεχνείο και την πτώση της χούντας, ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσει πραγματικά δικαιώματα στους «από κάτω» και να τους εξασφαλίσει ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Αυτήν ακριβώς την παραδοχή αναιρεί σήμερα η τρόικα, αυτήν ακριβώς την παραδοχή απεχθάνονται οι απολογητές του Μνημονίου.
Όμως όλα αυτά τα χρόνια το Πολυτεχνείο ήταν παρόν και με ένα διαφορετικό τρόπο: Ως διαρκής υπενθύμιση (για άλλους απειλητική και για άλλους ελπιδοφόρα) ότι ενίοτε οι «από κάτω» μπορούν να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας και να εκτροχιάσουν τις κάθε λογής ειρηνικές μεταβάσεις. Ότι ενίοτε την Ιστορία τη γράφουν τα οδοφράγματα. Ότι οι απλοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Γιάννης Αλμπάνης 16/11/2012
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου